- νανναρίς
- νανναρίςGrammatical information: m.Meaning: κίναιδος H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
νανναρίς — νανναρίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κίναιδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για άλλο υποκορ. τ. τού νάννας* (βλ. λ. ναννάριον)] … Dictionary of Greek